συνερτικός
Look at other dictionaries:
συνερτικός — driving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερτικός — και συνερκτικός, ή, όν, Α [συνείρω] (για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του … Dictionary of Greek
συνερκτικός — ή, όν, Α βλ. συνερτικός … Dictionary of Greek